- γειτονικός
- -ή, -όαυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον: Έκοψα λουλούδια από ένα γειτονικό κήπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γειτονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γείτονα 2. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
προσόμουρος — ον, Α ιων. τ. όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὅμουρος, ιων. τ. τού ὅμορος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
συνόμορος — ον, Μ όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὅμορος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
Πίκτοι — (Picti). Αρχαίος λαός της Βρετανίας, γειτονικός των Σκότων, με τους οποίους πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Ρωμαίων της Βρετανίας (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Η κελτική ονομασία τους ήταν Βρίθοι ή Βρέτοι, που σημαίνει –όπως και το λατινικό Π.–… … Dictionary of Greek
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
αγχήρης — ἀγχήρης, ες (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι (= πλησίον) και ρίζα ἀρ τού ἀραρίσκω] … Dictionary of Greek
αγχίγυος — ἀγχίγυος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην ξηρά 2. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γύης (= ξηρά)] … Dictionary of Greek
αγχίθυρος — ἀγχίθυρος, ον (Α) διπλανός, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θύρα] … Dictionary of Greek
αγχιγείτων — ἀγχιγείτων, ( ονος), ον (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γείτων] … Dictionary of Greek